- δυσθερμαγωγός
- -όαυτός μέσα από τον οποίο δύσκολα περνά θερμότητα («δυσθερμαγωγά σώματα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσθερμαγωγός, -ός, -ό — (φυσ.), αυτός που δύσκολα αφήνει να περάσει η θερμότητα από τη μάζα του, ο κακός αγωγός της θερμότητας: Δυσθερμαγωγά σώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)